καλλιθέμεθλος

καλλιθέμεθλος
καλλιθέμεθλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι-θέμεθλος, χαλκεο-θέμεθλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλιθέμεθλον — καλλιθέμεθλος with beautiful foundations masc/fem acc sg καλλιθέμεθλος with beautiful foundations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιθέμειλος — καλλιθέμειλος, ον (Μ) καλλιθέμεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμειλος (< θέμειλον «θεμέλιο»), πρβλ. ευρυ θέμειλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”